14/7/09

Ο αστός και ο χωριάτης.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ένα ποντίκι που ζουσε στην πολη συναντήθηκε με ενα ποντίκι που ζούσε στα χωράφια.

-Από που είσαι;, ρωτησε το δεύτερο όταν αντίκρισε το κοσμοπολίτικο ποντίκι.
-Είμαι από την πόλη, πέρα μακριά, του απάντησε εκείνο.
-Πώς θα εώναι η ζωή εκεί αν έρθω μαζι σου;
-Πιστεύω οτι θα είναι περιφημη πραγματικά. Εκεί ζω κυριολεκτικά μέσα στην πολυτέλεια. Στο σπίτι που έχω τρυπώσει, έχω ο,τι τραβήξει η ορεξή μου. Και γλυκά και άλλα πολλά πράγματα. Αλλά εσύ πώς ζεις;
-Δεν έχω παραπονο. Μπορείς να ρθεις να δεις το σπίτι μου. Έχω δημητριακά και φρούτα και ο,τι βγάζουν τα δέντρα και η γη στην αποθήκη μου.

Το ποντίκι της πόλης δεν πολυπίστευε όσα του έλεγε το ποντίκι απο την εξοχή κι έτσι απο περιέργεια αποφάσισε και το ακολουθήσε στο σπίτι του. Τι έκπληξη όμως όταν διαπίστωσε ότι το ποντίκι απο την εξοχή έλεγε αλήθεια! Το σπιτικό του ήταν γεμάτο από καρπούς και σπόρους και άλλα, τόσα ώστε του έτρεξαν κυριολεκτικά τα σάλια βλέποντας τα αποθηκευμένα καλούδια. Συνήλθε όμως γρήγορα και στράφηκε στο νεο φιλαράκι του λεγοντας:
-Ω ναι! Έχεις πολλά καλούδια τόσα ώστε να ζήσουν κι άλλοι. Αλλά θα πρέπει να έρθεις και στο δικό μου σπίτι να δεις κι εσύ τι εχω εκεί. Το απόθεμα σου δεν συγκρίνεται με τον πλούτο τον δικό μου.

Το ποντικι του αγρού, έτσι όπως ήταν καλόπιστο, δέχτηκε να πάει στην πόλη μαζί του να δει επιτέλους για ποια πράγματα του μιλούσε. Δεν είχε ποτε άλλοτε στη ζωή του επισκεφθεί μια πόλη κι έτσι δεν μπορούσε να καταλαβει σε τι είδους πλούτο αναφερόταν το φιλαράκι του. 'Ετσι ακουλουθησε το ποντίκι απο τον πόλη και χώθηκαν στο σπίτι που είχε κανει τη φωλιά του. Ήταν το σπίτι ενός μπακάλη, γεμάτο απο κούτες και σακούλες που έκρυβαν ο,τι μπορούσε να λαχταρήσει ένα ποντίκι. Ήταν τόσα πολλά και διάφορα που το ποντίκι της εξοχής δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, όποιος και αν του τα περιέγραφε.

Όμως την ώρα που συζητούσαν κατέφθασε η γάτα. Μόλις την είδε το ποντίκι της πόλης έτρεξε αθόρυβα και χώθηκε πίσω απο μια κούτα σε σημείο που η γάτα δεν μπορούσε να το δει. Το άλλο όμως, το ποντίκι της εξοχής, που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του γάτα απορημένο γύρισε και ρώτησε το φιλαράκι του ποιός ήταν αυτός ο κουστουμαρισμένος κύριος που μπήκε μέσα τόσο αθόρυβα!

- Δεν ξέρεις ποιός είναι αυτός; Είναι ο παπάς της ενορίας μας και ήρθε να με επισκεφθεί. Πρέπει να πας να κοντά του, να του δείξεις το σεβασμό σου και να του φιλήσεις το χερι. Κοίτα τι όμορφο γυαλιστερό σακάκι φοράει και πως γυαλίζουν τα μάτια μου. Κοίτα με πόση σεμνότητα έχει βάλει τα χέρια του στα μανίκια του παλτό του!

Χωρίς να υποπτευθεί τίποτε το ποντίκι του αγρού προχώρησε προς τη γάτα, όπως του είπε ο οικοδεσπότης, κι εκείνη βέβαια του έδωσε αμέσως την ... ευλογία της, ώστε το δύστυχο ποντίκι να μην προλάβει να κανει κιχ. Η γάτα το .. ευλογησε την ιδια στιγμη σε εκείνο το σημείο. 'Ετσι ικανοποιήθηκε η επιθυμία του ποντικιού απο την πόλη. Γιατί οταν είδε όλα εκεινα τα καλούδια αποθηκευμένα στο χωριατοποντικόσπιτο, τα λαχτάρησε τοσο, ώστε αμεσως σχεδίασε την παγίδα για να μείνουν όλα δικά του.

Βλέπετε ζώντας στην πόλη τόσα χρόνια με τους ανθρώπους είχε μάθει τα κόλπα τους.. και απλά τα εφάρμοσε αναλόγως!

Πηγη: M. Gaster, Rumanian Bird and Beast Stories (London: Folk-Lore Society, 1915), no. 105, pp. 311-312 [online]

Δεν υπάρχουν σχόλια: